Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

τὰ ἐξέχοντα

См. также в других словарях:

  • ἐξέχοντα — ἐξέχω stand out pres part act neut nom/voc/acc pl ἐξέχω stand out pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μουσείο, Εθνικό Αρχαιολογικό (Αθηνών) — Το κτίριο της οδού Πατησίων 44 που στεγάζει το μεγαλύτερο μουσείο της χώρας άρχισε να χτίζεται το 1866, υπό την επίβλεψη του αρχιτέκτονα Παναγή Κάλκου, σε σχέδια του Ludwig Lange. Η αποπεράτωση της πρώτης οικοδομικής φάσης, με ορισμένες… …   Dictionary of Greek

  • Trirreme — El trirreme (en griego τριήρης/triếrês en singular, τριήρεις en plural) era una nave de guerra inventada probablemente en el siglo VII a. C., desarrollada a partir del pentecóntero. Más corto que su predecesor, era un barco con una vela …   Wikipedia Español

  • CAMULODUNUM — Angliae Oppid. seu Colonia in Trinobantibus, apud Tacitum, l. 12. Annal. c. 32. et l. 14. Annal. c. 31. hanc hodie Colchester appellari scribit Humfredus. i. e. ut coniectamus, Domini seu Regis collem. Nam Arabice kamala dominari, Dun autem… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… …   Dictionary of Greek

  • έξαρθρος — ἔξαρθρος, ον (Α) 1. εξαρθρωμένος, αυτός που έπαθε λύση τής άρθρωσης, μετατόπιση τού άρθρου, τού οστού, εξάρθρωση («τοῡ δεξιοῡ σκέλους ἔξαρθρον γενέσθαι», Ιώσ.) 2. αυτός που έχει εξέχοντα τα άρθρα, κακώς σχηματισμένες τις αρθρώσεις («ἄλλοι γὰρ… …   Dictionary of Greek

  • ίπταμαι — (ΑΜ ἵπταμαι) (μτγν. τ. αντί πέτομαι) ανυψώνομαι στον αέρα, διασχίζω τον αέρα, πετώ νεοελλ. 1. (η μτχ. ενεστ.) ιπτάμενος, η, ο μέλος τού προσωπικού τής πολεμικής ή πολιτικής αεροπορίας το οποίο χρησιμοποιείται κατά την πτήση τών αεροπλάνων, όπως… …   Dictionary of Greek

  • αναρχία — Με τον όρο α. ή αναρχισμός εννοείται ένα σύνολο θεωριών, θέσεων, απόψεων, πρακτικών κλπ., που έχουν ως κοινό τους χαρακτηριστικό την πεποίθηση πως κάθε πολιτική εξουσία (κράτος, κυβέρνηση και νόμοι) είναι βλαβερή και περιττή (τόσο για το άτομο… …   Dictionary of Greek

  • εξεχέβρογχος — ἐξεχέβρογχος, ον (Α) αυτός που έχει εξέχοντα τον «βρόγχον», το «καρύδι τού λαιμού», «το μήλο τού Αδάμ». [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + εχε (< έχω) + βρόγχος] …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • κεραία — I (Ζωολ.). Αρθρωτό εξάρτημα, με το οποίο είναι εφοδιασμένο το κεφάλι των εντόμων, των μυριαπόδων και των καρκινοειδών. Τα τελευταία φέρουν δύο ζεύγη κ., οι οποίες είναι δισχιδείς, ενώ οι δύο πρώτες ομάδες έχουν μόνο ένα ζεύγος μονοσχιδών κ. Είναι …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»